θράσιο(ν)

θράσιο(ν)
θράσιο(ν), τὸ (Μ)
ψοφίμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *σάθριον (< σαθρός) με μετάθεση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θρασιοφάς — θρασιοφάς, ὁ, ἡ (Μ) (για τον λύκο) αυτός που τρώει αγρίμια, θρασίμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θράσιο + φάς (< φάγος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”